- σαργῖνος
- σαργῖνος, ὁ, a kind of gregarious fish, Epich.56, Arist.HA610b6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαργίνος — ὁ, Α είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαρδ ῖνος)] … Dictionary of Greek
σαργῖνοι — σαργῖνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… … Dictionary of Greek
σαργίνους — σαργί̱νους , σαργῖνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)